ὀλιγόϋπνος

ὀλιγόϋπνος
ὀλιγό-ϋπνος, von wenigem, kurzem Schlafe

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ὀλιγουπνότατος — ὀλιγόυπνος taking little masc nom superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιγο- — και ολιγ(ο) (AM ολιγ[ο] , Μ και λίγ[ο] ) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. μικρο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. ολίγος*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημασίας τού β συνθετικού. Τα σύνθετα τού τύπου ολιγ(ο) αποτελούν το… …   Dictionary of Greek

  • λιγοϋπνία — η (Α ὀλιγοϋπνία) [ολιγόυπνος] λίγος, σύντομος ύπνος νεοελλ. φυσική διάθεση για λίγο ύπνο …   Dictionary of Greek

  • λιγοϋπνώ — ὀλιγοϋπνῶ, έω (ΑΜ) [ολιγόυπνος] κοιμάμαι λίγο …   Dictionary of Greek

  • λιγόυπνος — η, ο (Α ὀλιγόϋπνος, ον) αυτός που κοιμάται λίγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + ὕπνος (πρβλ. ὠμό υπνος)] …   Dictionary of Greek

  • ύπνος — Φυσιολογικό φαινόμενο, που χαρακτηρίζει όλα τα ανώτερα ζώα και συνίσταται σε αυτόματη αναστολή των νευρικών και ψυχικών δραστηριοτήτων, που μας συνδέουν με τον εξωτερικό κόσμο. Στη διάρκεια του ύ. είναι ελαττωμένα ο μυϊκός τόνος, η αρτηριακή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”